αρχική σελίδα
αρχική σελίδα

εξειδικευμένη αναζήτηση | επικοινωνία | αρχική σελίδα

Προφίλ
Εγχειρίδια Διατμηματικών Διαδικασιών
Σχέδια Δράσης
Σπίτι της Γυναίκας
Βία και Covid-19
Εκδόσεις
Νομοθεσία
Στατιστικά
Έρευνες
Επιμόρφωση/Εκπαίδευση
Ετήσιες Εκθέσεις
Ευρώπη
Βίντεο
Κοινοβουλευτικά Θέματα
Νέα - Ανακοινώσεις
ΜΜΕ
Βίντεο από ΜΜΕ
Αρθρογράφηση από ΜΜΕ
Συνδέσεις

Αναζήτηση:


Δέσπω Μιχαηλίδου στη CT: Τα παιδιά στην Κύπρο δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους


Η Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού Δέσπω Μιχαηλίδου στη Cyprus Times για τα σοβαρά ζητήματα που ταλανίζουν τα παιδιά στην Κύπρο και τον κόσμο, την σεξουαλική κακοποίηση και τις φυλακές ανήλικων παραβατών – «Τα παιδιά στην Κύπρο δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους, λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων που επικρατούν» λέει η αρμόδια Επίτροπος – Απαντά για το πόσο προστατευμένα είναι τα παιδιά στην Κύπρο και αν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης

 

Κυρία Μιχαηλίδου με αφορμή και την Παγκόσμια Ημέρα Δικαιωμάτων του Παιδιού πριν από μερικές μέρες, πόσο προστατευμένα είναι τα παιδιά στην Κύπρο σήμερα; Έχουν γίνει θετικά βήματα; Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης;

H Κύπρος έχει κυρώσει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, και δεσμεύεται από τις πρόνοιες της. Συνηθίζω να λέω -και το πιστεύω ακράδαντα- ότι η κυπριακή κοινωνία ήταν και παραμένει μια κοινωνία η οποία δείχνει εξαιρετικό ενδιαφέρον έγνοια και φροντίδα για τα παιδιά. Ωστόσο, αν και τα θέματα προστασίας και ευημερίας των παιδιών παραμένουν ψηλά στις προτεραιότητές μας, ως κοινωνία, δεν είμαστε πάντα παιδοκεντρικοί, όπως, τουλάχιστον, ο όρος αυτός προσεγγίζεται μέσα από την προοπτική των δικαιωμάτων του παιδιού: Έχουμε ακόμη μεγάλο δρόμο να καλύψουμε όσον αφορά το θέμα της ουσιαστικής συμμετοχής του παιδιού: την αναγνώριση του παιδιού ως ενεργού πολίτη, ενός παιδιού ενδυναμωμένου, που μπορεί να διαμορφώνει άποψη για τα θέματα που το αφορούν, να την εκφράζει και αυτή να λαμβάνεται υπόψη στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Το παιδί αντιμετωπίζεται από την Κυπριακή Κοινωνία πρωτίστως ως πρόσωπο που χρήζει προστασίας. Συνεπώς, απαντώντας στο ερώτημα που μου έχει υποβληθεί, θεωρώ ότι ναι, έχουν γίνει αρκετά θετικά βήματα όσον αφορά στην προστασία των παιδιών, αλλά το ίδιο δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς για τα θέματα συμμετοχής ή/και παροχής των παιδιών. Όσον αφορά στη συμμετοχή των παιδιών, αυτή επιβάλλει την ουσιαστική εμπλοκή των παιδιών που δεν πρέπει να παραμένει συμβολική ή διακοσμητική, αλλά να διεξάγεται με τρόπο που να παρέχει χώρο και χρόνο στα παιδιά για ανάληψη πρωτοβουλιών, για τη δημιουργία της ιδέας, το σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων για υλοποίηση της, αλλά και την εφαρμογή αυτών των αποφάσεων σε κάθε στάδιο δράσης από τα ίδια τα παιδιά.

 

Όσον αφορά στο ερώτημα κατά πόσο υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, θα αναφέρω ότι σε σχετική Αξιολόγηση Αντικτύπου που διεξήγαγα για τον αντίκτυπο των μέτρων που υιοθετήθηκαν για περιορισμό της πανδημίας στα δικαιώματα του παιδιού, σε σχετική ερώτηση για τον τρόπο που επηρεάστηκαν τα δικαιώματα του παιδιού από τα μέτρα που λήφθηκαν για αντιμετώπιση της πανδημίας, ένα παιδί απάντησε ότι έπρεπε να ψάξει στο διαδίκτυο για να προσδιορίσει σε ποια δικαιώματα αναφέρεται η ερώτηση πριν μπορέσει να απαντήσει. Το ίδιο εκλαμβάνω και από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που διεξάγονται από το Γραφείο μου με παιδιά, όπου ακόμη και τα παιδιά της Μέσης Εκπαίδευσης δυσκολεύονται να ανακαλέσουν δικαιώματά τους, πέραν από αυτά που αφορούν την κάλυψη βασικών αναγκών. Παράλληλα, σε συναντήσεις μου με γονείς ή επαγγελματίες, η πιο συνήθης ερώτηση που λαμβάνω είναι «γιατί δεν διδάσκουμε στα παιδιά για τις υποχρεώσεις τους, παρά μόνο για τα δικαιώματά τους». Δεν διστάζω να πω ότι στην κυπριακή κοινωνία τα δικαιώματα των παιδιών είναι παρεξηγημένα και υπάρχει εδραιωμένη η αντίληψη ότι η γνώση για τα δικαιώματα συνεπάγεται και ανεξέλεγκτη συμπεριφορά, έλλειψη ελέγχου και επιβολής ορίων. Τίποτα αναληθέστερο. Θεωρώ πως η απουσία γνώσης οδηγεί σε παρανοήσεις για τη φύση των δικαιωμάτων, την εμβέλεια και εφαρμογή τους και τους νόμιμους περιορισμούς που δυνατόν να τεθούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Είναι ο σεβασμός του πολίτη, στο δικαίωμα του άλλου και των κρατών στα δικαιώματα όλων των κατοίκων του, που ενδυναμώνει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, που ενδυναμώνει τα παιδιά, τον κάθε πολίτη να διεκδικήσει την εφαρμογή και το σεβασμό των δικαιωμάτων του και της αξιοπρέπειάς του.

 

Συνεπώς, ναι, τα παιδιά στην Κύπρο δεν γνωρίζουν τα δικαιώματα τους, λόγω των κοινωνικών αντιλήψεων που επικρατούν. Η ελλιπής εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα συνεπάγεται την ενίσχυση αυτής της λανθασμένης θεώρησης, να αφήνονται δηλαδή παιδιά εκτεθειμένα σε κινδύνους και χωρίς να υποβοηθούνται ώστε να αναπτυχθούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό και να είναι αυτόνομοι, ενεργοί πολίτες στην κυπριακή κοινωνία. Υπάρχει μεγαλύτερη απειλή για την εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού από το να μην γνωρίζουν τα ίδια τα παιδιά ποια είναι τα δικαιώματά τους; Για να απαντήσω, λοιπόν στο ερώτημα, ναι, σε αυτόν τον τομέα υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης.

 

Ως αρμόδια Επίτροπος σίγουρα έχετε εις γνώση σας τα αυξανόμενα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης σε βάρος παιδιών στη χώρα μας. Πόσο ανησυχητικά είναι τα στοιχεία και τι πρέπει να γίνει για να διασφαλιστεί η προστασία τους;

Ο Θεσμός από την αρχή της λειτουργίας του, έχει ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα της βίας κατά παιδιών με δράσεις για την πρόληψη του φαινομένου και ενδυνάμωση των παιδιών, αλλά και με παρεμβάσεις προς τις αρμόδιες Υπηρεσίες για βελτίωση του υφιστάμενου πλαισίου πρόληψης, αντιμετώπισης και χειρισμού τέτοιων υποθέσεων.

 

Διαφορετικές μορφές κακοποίησης του παιδιού τυγχάνουν διαφορετικού χειρισμού. Η δημιουργία του Σπιτιού του Παιδιού έχει βελτιώσει τις διαδικασίες χειρισμού περιπτώσεων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ενώ η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας έχει μεταλλάξει τις επικρατούσες αντιλήψεις για την αναφορά της κακοποίησης και τη στήριξη των παιδιών-θυμάτων. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, ότι το 2022 παραπέμφθηκαν προς διευρεύνηση για σεξουαλική κακοποίηση 439 παιδιά, εκ των οποίων το ποσοστό που εξετάστηκε ποινικά, σύμφωνα με την εκπρόσωπο του Σπιτιού του Παιδιού, εμπειρικά φαίνεται να είναι μεγαλύτερος από την προηγούμενη χρονιά (σημειώνω ότι το 2020 έγιναν 324 αναφορές, ενώ το 2021 αυξήθηκε δραματικά στις 483 αναφορές). Τα στατιστικά στοιχεία αποτελούν από μόνα τους λόγο ανησυχίας, αφού πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αυτά είναι τα παιδιά που μίλησαν.

 

Σημείο που χρήζει βελτίωσης είναι η ανάγκη για επιμόρφωση των ιατροδικαστών ή/και λειτουργών άλλων ειδικοτήτων που μπορούν να διενεργούν την εξέταση, δικαστικών λειτουργών και των λειτουργών της Νομικής Υπηρεσίας. Παράλληλα, έχω ζητήσει όπως ενημερωθώ για στατιστικά δεδομένα περιπτώσεων που δεν εκδικάζονται, είτε λόγω απουσίας μαρτυρίας του παιδιού-θύματος, είτε λόγω απόσυρσης της αρχικής καταγγελίας. Γενική διαπίστωσή μου είναι ότι, η παιδική κακοποίηση, στην Κύπρο, αντιμετωπίζεται, πρωτίστως, ως θέμα προστασίας του παιδιού με την ευθύνη για την πρόληψη και το χειρισμό τέτοιων περιπτώσεων να βαραίνει, κατά κύριο λόγο, τις Υ.Κ.Ε. και την Αστυνομία. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι Υπηρεσίες Υγείας, να περιορίζονται στα αυστηρά πλαίσια των δικών τους παρεμβάσεων, όσον αφορά την ανταπόκρισή τους μετά την καταγγελία της κακοποίησης. Ωστόσο, η πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης είναι, ανάμεσα σε άλλα, και θέμα υγείας σωματικής και ψυχικής. Ως εκ τούτου, οι Υπηρεσίες Υγείας έχουν, εξίσου, ευθύνη και ρόλο με τις Υ.Κ.Ε. και την Αστυνομία, τόσο στην πρόληψη του φαινομένου όσο και στη διόρθωση των στρεβλώσεων του συστήματος, σε ότι αφορά το χειρισμό περιπτώσεων παιδικής κακοποίησης, μετά την καταγγελία.

 

Βλέποντας τα αυξανόμενα περιστατικά βίας στην οικογένεια, αλλά και στις σχολικές μονάδες, πόσο σημαντικός είναι θεωρείτε ο ρόλος γονέων και εκπαιδευτικών;

Αυτό που θα επισημάνω είναι ότι η κακοποίηση και η βία είναι ένα ιδιαίτερα σύνθετο κοινωνικό πρόβλημα που διαταράζει την ψυχοσύνθεση του παιδιού και σημαδεύει καθοριστικά την υπόλοιπή του ζωή. Ενώ, όπως προανέφερα, υπάρχει μια έντονη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και έχουν τεθεί διαδικασίες και μηχανισμοί για τον αποτελεσματικό χειρισμό της, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες μορφές βίας ή/και κακοποίησης και κυρίως αυτές της ψυχολογικής κακοποίησης. Πιο σοβαρές ελλείψεις στο χειρισμό, αλλά και παρωχημένες αντιλήψεις που εμποδίζουν την αναφορά περιστατικών, εντοπίζονται σε σχέση με την ενδοοικογενειακή βία – τις οποίες έχω επισημάνει προς την αρμόδια Αρχή, -όπως η έλλειψη διυπηρεσιακής συνεργασίας και συντονισμού, η απουσία προγραμμάτων εκπαίδευσης γονέων σε θετικές γονικές δεξιότητες ώστε να μην ασκούνται βίαιες πρακτικές διαπαιδαγώγησης των παιδιών, αλλά και η μη συγκατάθεση του ενός γονέα για διασύνδεση του παιδιού με υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας. Ιδιαίτερα προβληματικό αποτελεί το γεγονός ότι εξακολουθεί να μην γίνεται ορατή από τους επαγγελματίες που συνδιαχειρίζονται καταγγελίες βίας, η άσκηση ψυχολογικής βίας και κατά συνέπεια να μην ενεργοποιούνται οι ενδεδειγμένες διαδικασίες προστασίας των παιδιών-θυμάτων και η παροχή κατάλληλης στήριξης τους.

 

Τα κράτη, οφείλουν να υιοθετούν επαρκή μέτρα και πολιτικές, τα οποία να περιλαμβάνουν τη στήριξη σε γονείς στην άσκηση του γονικού τους ρόλου, έτσι ώστε, διάφοροι παράγοντες κινδύνου, όπως είναι η φτώχεια, η ανισότητα, οι κακές συνθήκες διαβίωσης και η ανεργία, να αναχαιτίζονται με τη μέγιστη δυνατή βοήθεια. Η παροχή ωφελημάτων για το παιδί, η δημιουργία δομών διευκόλυνσης στη φροντίδα παιδιών, οι ενημερωτικές εκστρατείες για ανάπτυξη θετικών σχέσεων γονιών-παιδιών, η προώθηση αξιών ενάντια στη βία, η ενημέρωση των παιδιών για τα δικαιώματα τους, η εκπαίδευση επαγγελματιών για τις πρόνοιες της Σύμβασης και της προστασίας παιδιών, η σύνταξη νόμων που να τα προστατεύει επαρκώς από κάθε μορφή βίας και η εφαρμογή εθνικής στρατηγικής, για αντιμετώπιση της κακοποίησης των παιδιών, αποτελούν βασικές υποχρεώσεις του Κράτους για στοχευμένη πρόληψη.

 

Πέραν όμως από την πρόληψη, το Κράτος οφείλει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, μέσα από τις διάφορες Υπηρεσίες του, στην παροχή ικανοποιητικής προστασίας στα παιδιά που κακοποιούνται, είτε αυτά βιώνουν σωματική βία που τους ασκείται άμεσα, είτε για ψυχολογική βία είτε ενδοοικογενειακή βία στην οποία το παιδί γίνεται μάρτυρας, εμπειρία που αξιολογείται ως εξίσου τραυματική. Οι επαγγελματίες, που έρχονται σε επαφή με παιδιά, πρέπει να ενημερώνονται, να καταρτίζονται και να έχουν διαρκή στήριξη, ώστε να είναι σε θέση να αντιληφθούν εγκαίρως τα σημάδια ή τις οποιεσδήποτε ενδείξεις πιθανής κακοποίησης παιδιού ή βίας οποιασδήποτε μορφής προς παιδί. Η δε υιοθέτηση κουλτούρας μηδενικής ανοχής στη βία από το κοινωνικό σύνολο θα συμβάλει στη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία καμία μορφή βίας δεν θα γίνεται αποδεκτή. Ο όρος της βίας δεν αναφέρεται μόνο στην άμεση βία, αλλά και σε φαινόμενα όπως η έμφυλη βία, η ομοφοβία και ο ρατσισμός.  Η καταπολέμηση και αυτών των μορφών βίας προϋποθέτει συνεχή και συστηματική προσπάθεια καθώς αφορά την αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων βαθιά ριζωμένων στο χώρο της κοινωνίας. Τα παιδιά μαθαίνουν, από πολύ μικρή ηλικία, να διαχωρίζουν και να εντάσσονται σε άκαμπτες διπολικές κατηγοριοποιήσεις «αντρικό/ γυναικείο», ποιες είναι οι «σωστές» συμπεριφορές για κάθε φύλο (τα κορίτσια είναι ευαίσθητα, τα αγόρια είναι σκληρά και δεν κλαίνε) και ποια είναι η ιδανική οικογενειακή σύνθεση.

Μια κοινωνία όπου πολλοί άνθρωποι -περιλαμβανομένων παιδιών- ακόμη στιγματίζονται, λόγω του πραγματικού, ή του θεωρούμενου από τρίτους, σεξουαλικού προσανατολισμού ή ταυτότητας φύλου τους, πόρρω απέχει από μια κοινωνία η οποία θεμελιώνεται στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα και της διαφορετικότητας πιο συγκεκριμένα. Μια τέτοια κοινωνία, παρά τα όποια σημαντικά βήματα έχουν γίνει, παραμένει η κυπριακή. Για να αλλάξει αυτό χρειάζεται να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν στοχευμένες πολιτικές. Ένα από τα πιο κρίσιμα πεδία παρέμβασης και εφαρμογής των πολιτικών αυτών, είναι το εκπαιδευτικό σύστημα. Πολιτικές που έχουν στο επίκεντρό τους την ενίσχυση της αντικειμενικής πληροφόρησης σε σχέση με το σεξουαλικό προσανατολισμό, τη διαφορετικότητα και τις έμφυλες ταυτότητες, αλλά και την παροχή προς τα παιδιά της απαραίτητης πληροφόρησης, προστασίας και στήριξης που θα τους επιτρέπει να ζουν απαλλαγμένα από τη βία. Οι πολιτικές αυτές αναμένεται ότι θα βρίσκουν έκφραση, στα αναλυτικά προγράμματα και, κατ’ επέκταση στα σχολικά εγχειρίδια και τα αντικείμενα που διδάσκονται στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος. Χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση της εφαρμογής των αναλυτικών προγραμμάτων, ανάπτυξη κατάλληλου σχετικού εκπαιδευτικού υλικού και, φυσικά, συνεχής και συστηματική επιμόρφωση του εκπαιδευτικού προσωπικού. Τελευταίο, αλλά όχι μικρότερης σημασίας, είναι η ενδυνάμωση των ίδιων των παιδιών προκειμένου να διεκδικήσουν ένα σχολικό περιβάλλον ανοιχτό σε κάθε μορφής διαφορετικότητα. Καταλήγοντας, εννοείται ότι ο ρόλος των γονέων και των εκπαιδευτικών είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Ωστόσο, δεν θεωρώ ότι πρέπει να αποδοθούν ευθύνες σε συγκεκριμένη ομάδα επαγγελματιών ή σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση εκδήλωσης συγκεκριμένης μορφής βίας να επιρρίπτονται ευθύνες στον γονεϊκό ρόλο. Οι διαδικασίες οι οποίες προανέφερα μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της βίας, σε όλες της τις μορφές, όπως αυτή εκδηλώνεται σήμερα.

 

Αρκετές οικογένειες λόγω της ακρίβειας δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν οικονομικά στις καθημερινές ανάγκες. Υπάρχουν σήμερα στην Κύπρο παιδιά που δεν έχουν τα απαραίτητα και πώς το κράτος τα προστατεύει από την φτώχεια;

Η φτώχεια είναι σήμερα μαζί με το προσφυγικό ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Ευρωπαϊκός χώρος. Το ¼ του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης από 0-17 χρονών ταλαιπωρείται από τη φτώχεια. Εκείνο όμως που κρούει το κώδωνα του κινδύνου είναι η διαπίστωση ότι η φτώχεια είναι πολύ υψηλότερη στα παιδιά, από κάθε άλλη ηλικιακή ομάδα, αλλά και σε σχέση με το σύνολο του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ως Γραφείο δεν έχω στατιστικά δεδομένα στα οποία καταφαίνεται ο αριθμός των παιδιών που ζουν σε συνθήκες σοβαρής υλικής στέρησης και αυτό εντοπίζεται ως ένα σοβαρό ζήτημα. Από τη διαδικασία υποβολής παραπόνου που εφαρμόζεται στο Γραφείο μου όμως, ναι, γνωρίζω ότι υπάρχουν παιδιά στην Κύπρο που οι οικογένειές τους δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες. Λόγω της έλλειψης δεδομένων ωστόσο, δεν μπορώ να προβώ σε δημόσια τοποθέτηση για τον βαθμό στον οποίο αυτό συμβαίνει. Αναγνωρίζω παράλληλα, ότι γίνονται προσπάθειες για την καταπολέμηση της ανισότητας, οι οποίες ως ένα βαθμό φαίνεται να αποδίδουν. Ο ορισμός της φτώχειας είναι δύσκολος. Οι αλληλοεπιδράσεις μεταξύ της φτώχειας και άλλων παραγόντων και φαινομένων που αλληλοσυνδέονται είναι πολλές και πολύπλοκες. Θα σταθώ στην αναφορά τη UNICEF 2005: «Τα παιδιά που ζουν στην ανέχεια, στερούνται υλικών, πνευματικών και συναισθηματικών πόρων που είναι αναγκαίοι για την επιβίωση, την ανάπτυξη και τη χειραφέτηση τους, γεγονός που εμποδίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων τους, την αυτοπραγμάτωση και την πλήρη συμμετοχή τους στη κοινωνική ζωή στον ίδιο βαθμό με τους άλλους. Τα παιδιά των κοινωνικών ομάδων που πλήττονται από την φτώχεια υφίστανται τον κοινωνικό αποκλεισμό, είναι θύματα της κατάστασης, ακριβώς λόγω της ευαλωτότητας τους και της εξάρτησης τους από τους γονείς και το οικογενειακό περιβάλλον».

 

Παρατεταμένες περίοδοι φτώχειας δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο. Πολιτικές και προγράμματα που στηρίζουν τη φτώχεια μόνο με οικονομικούς όρους, είναι καταδικασμένοι σε αποτυχία. Απαιτούνται πολύ περισσότερα. Πρώτα απ΄όλα, καλύτερη διαμόρφωση και πρόσληψη της συνολικής εικόνας με την εισαγωγή δεικτών, που απαραιτήτως πρέπει να εισαχθούν και να υιοθετηθούν αλλά και καταμέτρηση των δεικτών με συμμετοχή των ιδίων των παιδιών που ο λόγος τους πρέπει να ακουστεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη από όλα τα κέντρα λήψης αποφάσεων για ό,τι τα αφορά. Θα πρέπει να εντατικοποιηθούν οι προσπάθειες, επενδύοντας πρωτίστως στα παιδιά: Η μεν πολιτεία πρέπει να υλοποιήσει πιο στοχευμένες παρεμβάσεις για παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης και προσχολικής φροντίδας, για οικονομική στήριξη και δημιουργία ποιοτικών ευκαιριών αποκατάστασης σε παιδιά με αναπηρία, για πιο συστηματική στήριξη των παιδιών που ζουν σε απομονωμένες ή υποβαθμισμένες περιοχές και εξειδικευμένα μέτρα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των παιδιών. Ο καθένας δε από μας, να αναλάβει τις δικές του ευθύνες για την καταπολέμηση, όλων εκείνων των στάσεων και προκαταλήψεων, που έχουν ως αποτέλεσμα το στιγματισμό και τον κοινωνικό αποκλεισμό ομάδων πληθυσμού και ιδιαίτερα παιδιών.

 

Στα σκαριά βρίσκεται η δημιουργία υποδομών για φυλακές ανήλικων παραβατών. Πως βλέπετε την απόφαση αυτή και ποια η θέση σας;

Η δημιουργία ειδικών χώρων κράτησης παιδιών προβλέπεται από τον περί Παιδιών σε Σύγκρουση με το Νόμο Νόμο του 2021 (Ν. 55(Ι)/2021). Επικροτώ την προσπάθεια δημιουργίας των εν λόγω χώρων, στον οποίο αναμένεται να υπάρχει δυνατότητα κράτησης παιδιών σε σύγκρουση με το νόμο, μόνο ως έσχατο μέτρο και αφού έχουν δοκιμαστεί και αποτύχει τα σχετικά προγράμματα αποδικαστικοποίησης που προβλέπονται. Η λειτουργία των χώρων αυτών θα πρέπει να διέπεται από τις βασικές αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 123(1) του νόμου και ο σκοπός της κράτησης να μην είναι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως τιμωρία. Τα παιδιά, μέσω κατάλληλων εκπαιδευτικών και επιμορφωτικών προγραμμάτων, θα πρέπει να προετοιμάζονται για την επανένταξη τους στην κοινωνία, ως άτομα που τηρούν τους νόμους και είναι ικανά να συνεισφέρουν θετικά και παραγωγικά.

 

Σημειώνω ότι περί τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους απέστειλα, κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, τα σχόλια μου επί του προσχεδίου των κανονισμών που θα διέπουν την λειτουργία των χώρων κράτησης παιδιών. Ωστόσο, οφείλω να τονίσω τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρείται στην υλοποίηση του έργου.

 

Ο ίδιος ο νόμος προέβλεπε τη δημιουργία των εν λόγω χώρων εντός ενός έτους από την ψήφιση του. Τρία σχεδόν χρόνια αργότερα, η αρμόδια Αρχή φαίνεται να μην έχει καταλήξει ακόμη σχετικά με την τοποθεσία. Η καθυστέρηση αυτή προκαλεί ιδιαίτερα προβλήματα στην απονομή δικαιοσύνης, καθώς τα Δικαστήρια αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ της κράτησης παιδιών στις Κεντρικές Φυλακές, κατά παράβαση του Νόμου και των δικαιωμάτων τους, και στην αδυναμία επιβολής ποινής κράτησης σε ειδικές περιπτώσεις ιδιαίτερα σοβαρών αδικημάτων όπου έχουν εξαντληθεί όλα τα λιγότερα επαχθή μέτρα.

 

Ο πόλεμος που βρίσκεται σε εξέλιξη στη γειτονιά μας έχει ως τραγικό απολογισμό καθημερινά δεκάδες θύματα ανάμεσά τους και πολλά παιδιά. Πώς θα μπορούσαν να προστατευθούν τα αθώα ανήλικα θύματα;

Στην εποχή μας κυριαρχεί ο λόγος των όπλων. Όπως ανέφερα και στο μήνυμα που απηύθυνα προς τα παιδιά με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Δικαιωμάτων του Παιδιού, μιλούμε για δικαιώματα του παιδιού, ενώ χιλιάδες παιδιά στερούνται το νερό, την τροφή, το σχολείο, χάνουν τη ζωή τους εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων. H χρήση των όπλων και της βίας αποδεκατίζει την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ευημερία των παιδιών. Τα παιδιά ζουν μέσα στην ανασφάλεια, το φόβο της απώλειας και βιώνουν ψυχική οδύνη. Ως Επίτροπος θεωρώ ότι δεν υπάρχει καλύτερη απάντηση απέναντι στη βαρβαρότητα από την προάσπιση και διεκδίκηση των δικαιωμάτων όλων των παιδιών, των παιδιών που έχουν δικαίωμα να ζουν σε ένα ειρηνικό περιβάλλον, να αναπτύσσουν απρόσκοπτα την προσωπικότητά τους μέσα σε συνθήκες ασφάλειας, να παίρνουν τη γνώση και τη χαρά σε ένα δημοκρατικό σχολικό περιβάλλον και να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους. Μόνο με τον σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τον σεβασμό μεταξύ λαών και εθνοτήτων μπορούν να γεφυρωθούν οι διαφορές και να δημιουργηθεί κλίμα συνεργασίας και ειρηνικής συνύπαρξης.

 

Με ρωτάτε πώς μπορούν να προστατευθούν τα παιδιά κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύρραξης. Δεν γνωρίζω άλλο τρόπο από την τήρηση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και συγκεκριμένα την προστασία των αμάχων, εκ των οποίων υποομάδα αποτελούν τα παιδιού. Η αρχή της διάκρισης μεταξύ άμαχου πληθυσμού, η αποφυγή χρήσης μέσων που προκαλούν ανώφελο πόνο, η αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαγορεύει επιθέσεις που προκαλούν απώλειες σε πολίτες που υπερβαίνουν δυσανάλογα το αναμενόμενο στρατιωτικό πλεονέκτημα, αποτελούν στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν προστατευτικούς παράγοντες για τα παιδιά κατά τη διάρκεια της ένοπλης σύρραξης. Πιο σημαντικό ωστόσο είναι η αποφυγή της εμπόλεμης σύρραξης, αφού η βαρβαρότητα και ο πόνος αποτελούν στοιχεία άμεσα συνυφασμένα με τον πόλεμο. Είναι γεγονός ότι, σε ένα μακρο-επίπεδο, τα Κράτη επιδίδονται σε μια «κούρσα εξοπλισμών» κατά την οποία παράγουν και προμηθεύονται όπλα με στόχο την  επιβολή και επικράτηση της δύναμης και κυριαρχίας που κατέχουν σε διεθνές επίπεδο. Τα κράτη έχουν καταφέρει να χτίσουν στις αντιλήψεις των ατόμων ότι ο στρατιωτικός εξοπλισμός είναι αναγκαίος για την προσωπική τους ασφάλεια. Από το παιχνίδι αυτό του εξοπλισμού, μόνη κερδισμένη είναι η στρατιωτική βιομηχανία.

 

Στο σημείο αυτό, η εκπαίδευση για την ειρήνη διαδραματίζει και σημαντικό ρόλο στον τερματισμό του πολλαπλασιασμού του στρατιωτικού εξοπλισμού, των πυρηνικών απειλών και τη χρήση βίας για την επίτευξη σκοπού.

 

Η εκπαίδευση για την ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ο μόνος τρόπος να προστατευθούν τα παιδιά, αφού οδηγούν σε κριτικά σκεπτόμενα άτομα και κοινωνίες, οι οποίες εδράζονται στη φιλοσοφία του διαλόγου και της συνεργασίας για την επίλυση των συγκρούσεων. Αυτός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος προστασίας των παιδιών από τον πόλεμο.  Η πρόληψή του!



Cyprus Times

03/12/2023

πάνω | πίσω | εύκολη εκτύπωση | εξειδικευμένη αναζήτηση | επικοινωνία | αρχική σελίδα

© Copyright - Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια  |  www.familyviolence.gov.cy